ΑΛΙΝ ΣΕΡΟΠΙΑΝ
Στις 27 Ιουλίου 1983, η ήσυχη πόλη της Λισαβόνας συνταράχθηκε από μια έκρηξη. Όχι απλώς από τη δύναμη των εκρηκτικών, αλλά από την ηχώ πέντε καρδιών που είχαν ήδη αποφασίσει να σταματήσουν να χτυπούν για να ανάψουν μια φλόγα: τη φλόγα της μνήμης, της δικαιοσύνης και της ελευθερίας.
Πέντε νεαροί Αρμένιοι — Σετράκ Ατζεμιάν, Άρα Κουρτζουλιάν, Σαρκίς Απραχαμιάν, Σιμόν Γιαχνεγιάν και Βατσέ Νταγλιάν — όλοι ηλικίας από 19 έως 21 ετών, αποφασίζουν να θυσιάσουν τη ζωή τους όχι από παραλογισμό, όχι από οργή, αλλά από ένα απεγνωσμένο αίτημα: να ακουστεί η αλήθεια και να μιλήσει η ιστορία.
Εισβάλλουν στην τουρκική πρεσβεία της πορτογαλικής πρωτεύουσας με στόχο όχι να σκοτώσουν, αλλά να διαμαρτυρηθούν. Να σταθούν απέναντι στη χρόνια άρνηση του τουρκικού κράτους να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Να δείξουν με την ίδια τους την αυτοθυσία πως δεν υπάρχει δικαιοσύνη χωρίς μνήμη, δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς αναγνώριση και αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας.
Και όταν περικυκλώνονται από την αστυνομία, δεν παραδίδονται. Επιλέγουν συνειδητά τον θάνατο. Ανατινάζουν τα εκρηκτικά που φέρουν επάνω τους, αφήνοντας την ίδια τους τη ζωή στα θεμέλια ενός κόσμου που είχε μάθει να σιωπά.
Πέντε παιδιά, με μόνη τους δύναμη την πίστη στην ιστορική αλήθεια και τη βαθιά τους αγάπη για τον λαό τους. Γνώριζαν πως δεν θα έβγαιναν ζωντανοί. Δεν πήγαν να σκοτώσουν. Πήγαν να ακουστούν. Και όταν περικυκλώθηκαν, δεν λύγισαν. Ανατινάχθηκαν μαζί με την ελπίδα ότι, κάποτε, ο κόσμος θα δει τη Γενοκτονία των Αρμενίων όχι ως ξεχασμένο γεγονός, αλλά ως κραυγή που απαιτεί δικαίωση.
Η πράξη τους δεν ήταν τρομοκρατία· ήταν κραυγή. Δεν ήταν μίσος· ήταν απελπισμένη αγάπη για την αλήθεια. Δεν ήταν αυτοκτονία· ήταν θυσία.
Η σημερινή νεολαία —στην Αρμενία, στην Ελλάδα, ή οπουδήποτε στον κόσμο— καλείται να αναλογιστεί:
τι σημαίνει να θυσιάζεσαι για ένα ιδανικό; Σε έναν κόσμο βολικό, γεμάτο αποσπάσεις, εικόνες και στιγμιαίες απολαύσεις, ποια είναι τα ιδανικά που κρατούν οι νέοι; Τι θα έκαναν σήμερα οι Πέντε, αν ζούσαν;
Όχι, δεν καλείται κανείς να μιμηθεί τη θυσία τους. Ούτε να αναζητήσει τη βία ως μορφή έκφρασης. Το αντίθετο: η πράξη τους είναι ακραία, συγκλονιστική και βαθιά ανθρωπιστική. Μας προκαλεί να κοιτάξουμε τη ζωή μας με άλλα μάτια. Να αναρωτηθούμε τι αξίζει. Να σηκωθούμε από την άνεση της αδιαφορίας και να σταθούμε, έστω με το λόγο μας, απέναντι στο ψέμα.
Οι νέοι μπορούν σήμερα να κρατήσουν τη φλόγα της θυσίας αυτών των πέντε παιδιών, μέσα από τη γνώση, την εκπαίδευση και τη δημόσια έκφραση. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη προσβολή στη μνήμη τους από τη λήθη.
Δεν υπάρχει πιο όμορφη τιμή από το να αγωνιστούμε με ειρηνικά μέσα, με σοβαρότητα και ακεραιότητα, για έναν κόσμο δίκαιο και έντιμο με την ιστορία του.
Ζούμε σε μια εποχή ταχείας πληροφορίας και αποχαύνωσης. Νέοι παγκοσμίως πνίγονται σε scroll και stories, σε μικρές οθόνες που ξεγελούν τη δίψα για νόημα. Όμως, υπάρχουν στιγμές σαν αυτή, στιγμές που μας ταρακουνούν. Που μας υπενθυμίζουν ότι κάποιοι στην ηλικία μας ή και μικρότεροι, πρόσφεραν τη ζωή τους όχι για προσωπική δόξα, αλλά για κάτι πολύ μεγαλύτερο από τον εαυτό τους: για την ιστορία, για τον άνθρωπο και για τη μνήμη.
Οι πέντε Αρμένιοι της Λισαβόνας μάς αφήνουν ένα βαρύ αλλά πολύτιμο μήνυμα: ότι η ζωή έχει αξία όταν έχει σκοπό. Ότι η ελευθερία και η δικαιοσύνη δεν είναι δεδομένες — κατακτώνται. Και ότι αν δεν υπερασπιστούμε το παρελθόν μας, δεν έχουμε μέλλον.
Ας μην πάρουμε τα όπλα. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Αλλά ας πάρουμε τη φλόγα τους. Ας μορφωθούμε, ας σταθούμε απέναντι στο ψέμα, ας αγκαλιάσουμε την αλήθεια, όσο δύσκολη κι αν είναι. Ας μην ζούμε επιφανειακά, αλλά βαθιά. Όχι σε ρηχά νερά, αλλά στα κύματα της ουσίας και της αλήθειας.
Η πράξη των Πέντε δεν ανήκει μόνο στους Αρμένιους.
Ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα. Είναι ένα παγκόσμιο μήνυμα: ότι η αδικία δεν πρέπει να θεωρείται φυσιολογική.
Ότι η σιωπή απέναντι στο κακό είναι συνενοχή. Ότι ακόμη και μια χούφτα νέων, άγνωστων, «ασήμαντων» με τα κριτήρια του κόσμου, μπορούν να κλονίσουν τα θεμέλια της λήθης.
Και έτσι, εκείνο το πρωινό του Ιουλίου του ’83 δεν έμεινε απλώς μια θλιβερή είδηση. Έγινε μια πυξίδα. Και σήμερα, κάθε νέος και νέα καλείται να αναρωτηθεί:
Θα γίνουμε η γενιά που θυμάται, που παλεύει και που μιλά — ή θα παραδοθούμε κι εμείς στη σιωπή που σκοτώνει τη μνήμη;